- ερεθιστικός
- -ή, -όαυτός που προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, προκλητικός: Ερεθιστικός υπαινιγμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐρεθιστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθιστικός — ή, ό (AM ἐρεθιστικός, ή, όν) [ερεθίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»). επίρρ... ερεθιστικώς και ά (AM ἐρεθιστικῶς) με τρόπο… … Dictionary of Greek
ἐρεθιστικά — ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc pl ἐρεθιστικά̱ , ἐρεθιστικός of fem nom/voc/acc dual ἐρεθιστικά̱ , ἐρεθιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικώτερον — ἐρεθιστικός of adverbial comp ἐρεθιστικός of masc acc comp sg ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικῶν — ἐρεθιστικός of fem gen pl ἐρεθιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικόν — ἐρεθιστικός of masc acc sg ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικαί — ἐρεθιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοῖς — ἐρεθιστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοί — ἐρεθιστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοῦ — ἐρεθιστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)